- θοραῖος
- θοραῖος, α, ον, ([etym.] θορός)A containing the semen,
πηρίν Nic.Th.586
; ὁ θοραῖος, epith. of Apollo as god of growth and increase, Lyc.352.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηρίν Nic.Th.586
; ὁ θοραῖος, epith. of Apollo as god of growth and increase, Lyc.352.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θοραίος — θοραῑος, αία, ον (Α) [θορός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θορόν*, δηλ. στο σπέρμα, αυτός που περιέχει σπέρμα 2. ως κύριο όν. ὁ Θοραῑος επίθ. τού Απόλλωνος ως θεού τής αύξησης … Dictionary of Greek
θοραίην — θοραῖος containing the semen fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορώδης — θορώδης, ες (Α) [θορός] θοραίος* … Dictionary of Greek